συνεκδιδάσκω

συνεκδιδάσκω
ΜΑ
διδάσκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκδιδάσκω «διδάσκω λεπτομερώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”